Συνταιριάζω - ορισμός του συνταιριάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b9%cf%81%ce%b9%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.723.632.262
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συνταιριάζω
Μεταφράσεις
συνταιριάζω
match
συνταιριάζω
يَتَطَابَقُ
συνταιριάζω
hodit se (k sobě)
συνταιριάζω
matche
συνταιριάζω
passen
συνταιριάζω
combinar bien
,
equiparar
συνταιριάζω
sovittaa yhteen
συνταιριάζω
être assorti
συνταιριάζω
pristajati
συνταιριάζω
abbinare
συνταιριάζω
マッチさせる
συνταιριάζω
어울리다
συνταιριάζω
passen bij
συνταιριάζω
passe sammen med
συνταιριάζω
dopasować
συνταιριάζω
combinar
συνταιριάζω
подходить
συνταιριάζω
matcha
συνταιριάζω
เหมาะกัน
συνταιριάζω
uydurmak
συνταιριάζω
ghép
συνταιριάζω
匹配
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συνομήλικος
συνομιλητής
συνομιλήτρια
Συνομιλία
συνομιλώ
συνομοσπονδία
συνομοταξία
συνομωτώ
συνονθύλευμα
συνοπτικά
συνοπτική
συνοπτικό
συνοπτικός
συνορεύω
σύνορο
συνουσία
συνουσιάζομαι
συνοφρυωμένος
συνοφρυώνομαι
συνοφρύωση
συνοχή
σύνοψη
συνοψίζω
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικά
συνταγματικός
συνταγματικότητα
συνταγογραφώ
συνταιριάζω
συντάκτης
συντακτική
συντακτικό
συντακτικός
συντάκτρια
σύνταξη
συνταξιδιώτης
συνταξιδιώτισσα
συνταξιοδότηση
συνταξιοδοτούμαι
συνταξιοδοτώ
συνταξιούχος
συνταράζω
συνταρακτική
συνταρακτικό
συνταρακτικός
συνταράσσω
συντάσσω
συντείνω
συντελεστής
συντελεστής διεύθυνσης
συντελώ
συντεταγμένες
συντεταγμένη
συντετριμμένος
συντεχνία
σύντηξη
συντήρηση
συντηρητική
συντηρητικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close