συνταξιδιώτης
(προωθήθηκε από συνταξιδιώτισσα)Μεταφράσεις
συνταξιδιώτης
(sindaksi'ðjotis) αρσενικόσυνταξιδιώτισσα
(sindaksi'ðjotisa) θηλυκόουσιαστικό
που ταξιδεύει στο ίδιο όχημα με κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.