συστολή
Μεταφράσεις
συστολή
contraction, shyness, systole, constraintsystole (sisto'li)ουσιαστικό θηλυκό
1. το να μικραίνει ο όγκος ενός υλικού συστολή και διαστολή
2. το να ντρέπεται κν μιλάω με συστολή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.