Σφαδάζω - ορισμός του σφαδάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%86%ce%b1%ce%b4%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.366.915.011
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σφαδάζω
Μεταφράσεις
σφαδάζω
writhe
(
sfa'ðazo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
σπαρταράω
se tordre
σφαδάζω από τους πόνους
se tordre de douleur
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συστηματική
συστηματικό
συστηματικός
συστημένη
συστημένο
συστημένος
συστημικός
συστήνομαι
συστήνω
συστοιχία
συστολή
συστολική
συστρέφω
συσφίγγω
συσχετίζω
συσχέτιση
συσχετισμός
σύφιλη
συχνά
συχνάζω
Συχνές ερωτήσεις
συχνή
συχνό
συχνός
συχνότητα
σφαγέας
σφαγείο
σφαγή
σφαγή(η)
σφαγιάζω
σφαδάζω
σφάζω
σφαίρα
σφαιρικά
σφαιρική
σφαιρική παρέκκλιση
σφαιρικό
σφαιρικός
σφαιροβολία
σφαλιάρα
σφάλλω
σφάλμα
σφάξιμο
σφάξιμο(το)
σφένδαμνος
σφένδαμος
σφένδαμος ψευδοπλάτανος
σφενδόνα
σφεντάμι
σφεντόνα
σφετερίζομαι
σφετερισμός
σφετεριστής
σφήκα
σφήνα
σφηνοειδής
σφηνωμένος
σφηνώνομαι
σφηνώνω
σφίγγα
σφίγγομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close