Σφυρηλατώ - ορισμός του σφυρηλατώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%86%cf%85%cf%81%ce%b7%ce%bb%ce%b1%cf%84%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.589.464.831
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σφυρηλατώ
Μεταφράσεις
σφυρηλατώ
يُزَوِّرُ
σφυρηλατώ
padělat
σφυρηλατώ
forfalske
σφυρηλατώ
schmieden
σφυρηλατώ
forge
σφυρηλατώ
falsificar
σφυρηλατώ
takoa
σφυρηλατώ
contrefaire
σφυρηλατώ
krivotvoriti
σφυρηλατώ
contraffare
σφυρηλατώ
鍛造する
σφυρηλατώ
단조하다
σφυρηλατώ
vervalsen
σφυρηλατώ
utforme
σφυρηλατώ
wykuć
σφυρηλατώ
forjar
σφυρηλατώ
фальсифицировать
σφυρηλατώ
kämpa sig fram
σφυρηλατώ
ปลอมแปลง
σφυρηλατώ
dövmek
σφυρηλατώ
làm giả
σφυρηλατώ
伪造
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σφίγγω το ζωνάρι
σφιγκτήρας
σφιγμός
σφίξιμο
σφιχτά
σφιχτή
σφιχτό
σφιχτό αυγό
σφιχτός
σφιχτοχέρης
σφοδρά
σφοδρή
σφοδρό
σφοδρός
σφοδρότητα
σφολιάτα
σφουγγάρι
σφουγγαρίζω
σφουγγάρισμα
σφουγγαρίστρα
σφουγγαρόπανο
σφουγγίζω
σφραγίδα
σφραγίζω
σφράγισμα
σφρίγος
σφρυροκοπώ
σφυγμομέτρηση
σφυγμός
σφύρα
σφυρηλατώ
σφυρί
σφύριγμα
σφυρίδα
σφυρίζω
σφυριχτάρι
σφυρίχτρα
σφυροδρέπανο
σφυροκοπώ
σχαολιάζω
σχάρα
σχάρα οροφής
σχεδία
σχεδιάγραμμα
σχεδιάγραμμα οδών
σχεδιάζω
σχεδίαση
σχεδιασμένος
σχεδιασμός
σχεδιαστήριο
σχεδιαστής
σχεδιαστικός
σχεδιάστρια
σχέδιο
σχεδόν
σχεδόν ωμός
σχέση
σχετίζομαι
σχετικά
σχετικά με
σχετική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close