Σωλήνμας - ορισμός του σωλήνμας από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%89%ce%bb%ce%ae%ce%bd%ce%bc%ce%b1%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.598.469.916
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σωλήνμας
Μεταφράσεις
σωλήνμας
pipe
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σχολή
σχολή καλών τεχνών
σχολιάζω
σχολιασμός
σχολιαστής
σχολικές διακοπές στη μέση της χρονιάς
σχολική
σχολική αίθουσα
σχολική εργασία για το σπίτι
σχολική στολή
σχολική τσάντα
σχολικό
σχολικό βιβλίο
σχολικός
σχολικός έλεγχος
σχόλιο
σώα
σώβρακο
σώζομαι
σωζόμενος
σώζω
σώθηκα
σωθικά
Σωκράτης
σωκρατικός
σωληνάκι
σωληνάριο
σωλήνας
σωλήνας αποχέτευσης
σωλήνηση
σωλήνμας
σωληνοειδής
σωληνώσεις
σωλήνωση
σώμα
σώμα ενόρκων
σωματειακός
σωματείο
σωματεμπορία
σωματέμπορος
σωματίδιο
σωματικά
σωματική
σωματική αντοχή
σωματική τιμωρία
σωματικό
σωματικός
σωμάτιο
σωματοποιώ
σωματοφύλακας
σωματώδες
σωματώδης
σώο
σώος
σωπαίνω
σωρεία
σωρευτικά
σωρευτικός
σωριάζομαι
σωριάζω
σωρός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close