σωματική αντοχή
výdržσωματική αντοχή
udholdenhedσωματική αντοχή
kestävyysσωματική αντοχή
izdržljivostσωματική αντοχή
スタミナσωματική αντοχή
스태미나σωματική αντοχή
uthållighetσωματική αντοχή
ความทรหดอดทน ความแข็งแกร่งที่ยืนหยัดอยู่ได้นานσωματική αντοχή
sự dẻo dai