σύσσωμος
(προωθήθηκε από σύσσωμο)Μεταφράσεις
σύσσωμος
('sisomos) αρσενικόσύσσωμη
('sisomi) θηλυκόσύσσωμο
('sisomo) ουδέτεροεπίθετο
όλος μαζί Σύσσωμο το πλήθος πανηγύριζε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.