σώος
(προωθήθηκε από σώα)Μεταφράσεις
σώος
('soos) αρσενικόσώα
('soa) θηλυκόσώο
('soo) ουδέτεροεπίθετο
άθικτος, σε καλή κατάσταση βγαίνω σώος από κτ Επέστρεψε σώος και αβλαβής.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.