Τέντωμα - ορισμός του τέντωμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%ce%ad%ce%bd%cf%84%cf%89%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.589.737.878
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τέντωμα
Μεταφράσεις
τέντωμα
(
'tendoma
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άπλωμα και τράβηγμα
étirement
αρσενικό
το τέντωμα των χεριών
l'étirement des bras
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τελωνειακός
τελωνειακός υπάλληλος
τελωνείο
Τελωνείο και έλεγχος διαβατηρίων
τελώνιο
τεμαχίζω
τεμάχιο
τέμενος
τέμνω
τεμπέλα
τεμπέλης
τεμπελιά
τεμπελιάζω
τεμπέλικα
τεμπέλικο
τεμπέλικος
τέμπερα
τέμπο
τενεκεδένια
τενεκεδένιο
τενεκεδένιος
τενεκές
τενεκετζής
τένις
τενίστας
τένοντας
τενόρος
τέντα
Τεντεν
τέντονας
τέντωμα
τεντωμένος
τεντώνομαι
τεντώνω
Τεξανός
τέρας
τεράστια
τεράστιο
τεράστιος
τερατολογία
τερατολογικός
τερατώδες
τερατώδης
τέρβιο
τερεβινθίνη
τερέβινθος
τερετίζω
τερηδόνα
τεριέ
τέρμα
τερματίζω
τερματικό
τερματισμός
τερματοφύλακας
τέρμινθος
τερμίτης
τερπνός
τέρψη
Τερψιχόρη
τες
τεσσαρακοστή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close