τακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
dojíždějícíτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
pendlerτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
Pendlerτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
commuterτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
työmatkalainenτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
osoba koja putuje na posaoτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
pendolareτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
通勤者τακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
통근자τακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
forensτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
pendlerτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
pendlareτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
ผู้เดินทางτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
người thường xuyên phải đi xa từ nhà đến nơi làm việcτακτικός επιβάτης των μέσων μαζικής μεταφοράς
乘车上下班的人