ταξιδιωτικός
(προωθήθηκε από ταξιδιωτική)Μεταφράσεις
ταξιδιωτικός
(taksiðjoti'kos) αρσενικόταξιδιωτική
(taksiðjoti'ci) θηλυκόταξιδιωτικό
voyageurtourTourtourجولة旅游旅遊TourסיורツアーTour (taksiðjoti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει σχέση με ταξίδι ταξιδιωτικός σάκος
2. τουριστικός ταξιδιωτικός οδηγός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.