ταρακουνάω
(προωθήθηκε από ταρακουνώ)Μεταφράσεις
ταρακουνάω
(taraku'nao)ταρακουνώ
(taraku'no)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. τραντάζω Ο σεισμός ταρακούνησε όλο το νησί.
2. μεταφορικά συγκλονίζω Αυτή η αποκάλυψη με ταρακούνησε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.