ταχυδακτυλουργικός
(προωθήθηκε από ταχυδακτυλουργικό)Μεταφράσεις
ταχυδακτυλουργικός
(taçiðaktilurʝi'kos) αρσενικόταχυδακτυλουργική
(taçiðaktilurʝi'ci) θηλυκόταχυδακτυλουργικό
(taçiðaktilurʝi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με ταχυδακτυλουργό ταχυδακτυλουργικό κόλπο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.