ταχυδρομικός
(προωθήθηκε από ταχυδρομικό)Μεταφράσεις
ταχυδρομικός
(taçiðromi'kos) αρσενικόταχυδρομική
(taçiðromi'ci) θηλυκόταχυδρομικό
diligencepostal郵便番号우편 번호 (taçiðromi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με το ταχυδρομείο ταχυδρομική διεύθυνση ταχυδρομικός υπάλληλος ταχυδρομικός κώδικας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.