Ταχύμετρο - ορισμός του ταχύμετρο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%ce%b1%cf%87%cf%8d%ce%bc%ce%b5%cf%84%cf%81%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.734.623.042
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ταχύμετρο
Μεταφράσεις
ταχύμετρο
tachymeter
,
speedometer
ταχύμετρο
عَدَّادُ السُّرْعَة
ταχύμετρο
tachometr
ταχύμετρο
speedometer
ταχύμετρο
Tachometer
ταχύμετρο
velocímetro
ταχύμετρο
nopeusmittari
ταχύμετρο
compteur de vitesse
ταχύμετρο
brzinomjer
ταχύμετρο
tachimetro
ταχύμετρο
速度計
ταχύμετρο
속도계
ταχύμετρο
snelheidsmeter
ταχύμετρο
speedometer
ταχύμετρο
szybkościomierz
ταχύμετρο
velocímetro
ταχύμετρο
спидометр
ταχύμετρο
hastighetsmätare
ταχύμετρο
แผงที่บอกอัตราความเร็ว
ταχύμετρο
hızölçer
ταχύμετρο
đồng hồ tốc độ
ταχύμετρο
时速表
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ταυτόχρονος
ταυτοχρόνως
ταφή
ταφικός
ταφόπετρα
ταφόπλακα
τάφος
τάφρος
τάφρος φρουρίου
ταχεία
ταχύ
ταχυγραφικός
ταχυδακτυλουργική
ταχυδακτυλουργικό
ταχυδακτυλουργικός
ταχυδακτυλουργός
ταχυδρομείο
ταχυδρομικά
ταχυδρομική
ταχυδρομική επιταγή
ταχυδρομική σφραγίδα
ταχυδρομική υπηρεσία
ταχυδρομικό
ταχυδρομικό τέλος
ταχυδρομικός
ταχυδρομικός κώδικας
ταχυδρομικώς
ταχυδρόμος
ταχυδρομώ
ταχυκαρδία
ταχύμετρο
ταχύνω
ταχυπαλμία
ταχύπλοο
ταχύς
ταχύτητα
ταχυφαγείο
ταψί
Ταώς
τεζάρω
τεθλασμένος
τείνω
τεϊόδεντρο
τεϊσμός
τείχος
τείχος προστασίας
τεκμήρια
τεκμήριο
τεκμηριωμένη
τεκμηριωμένο
τεκμηριωμένος
τεκμηριώνω
τεκμηρίωση
τέκνο
τεκνοποίηση
τέκτονας
τεκτονική
τεκτονικός
τεκτονισμός
τελαμώνας
τελάρο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close