τεκμηριωμένος
(προωθήθηκε από τεκμηριωμένη)Μεταφράσεις
τεκμηριωμένος
(tekmirio'menos) αρσενικότεκμηριωμένη
(tekmirio'meni) θηλυκότεκμηριωμένο
(tekmirio'meno) ουδέτεροεπίθετο
που βασίζεται σε αληθινά στοιχεία τεκμηριωμένες απόψεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.