τελειομανής
(προωθήθηκε από τελειομανές)Μεταφράσεις
τελειομανής
(telioma'nis) αρσενικό-θηλυκότελειομανές
perfectionnisteالكمالperfectionist (telioma'nes) ουδέτεροεπίθετο
που έχει τη μανία της τελειότητας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.