τερατώδης
(προωθήθηκε από τερατώδες)Μεταφράσεις
τερατώδης
(tera'toðis) αρσενικότερατώδες
mostrueuxgrotesquemonstruosomostruosomonstruosoوحشيةmonstrózníמפלצתי괴물monstruösa (tera'toðes) ουδέτεροεπίθετο
1. άσχημος σαν τέρας μια τερατώδης φάτσα
2. τεράστιος τερατώδεις διαστάσεις
3. φρικτός τερατώδης πράξη
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.