τεσσαρακοστός
(προωθήθηκε από τεσσαρακοστό)Μεταφράσεις
τεσσαρακοστός
(tesarako'stos) αρσενικότεσσαρακοστή
(tesarako'sti) θηλυκότεσσαρακοστό
quarantièmefortieth (tesarako'sto) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται στη θέση σαράντα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.