τετράποδος
(προωθήθηκε από τετράποδη)Μεταφράσεις
τετράποδος
(te'trapoðos) αρσενικότετράποδη
(te'trapoði) θηλυκότετράποδο
(te'trapoðo) ουδέτεροεπίθετο
που έχει τέσσερα πόδια τετράποδο ζώο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.