τηλεφωνικός
(προωθήθηκε από τηλεφωνικό)Μεταφράσεις
τηλεφωνικός
(tilefoni'kos) αρσενικότηλεφωνική
(tilefoni'ci) θηλυκότηλεφωνικό
téléphoniquephoneteléfonoTelefonтелефон, телефонныйtelefoontelefoneالهاتفtelefonтелефон电话電話TelefonTelefonpuhelinטלפוןTelefonโทรศัพท์ (tilefoni'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός ή που γίνεται με το τηλέφωνο τηλεφωνικός θάλαμος τηλεφωνική συνομιλία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.