τολμάω
Μεταφράσεις
τολμάω
(tol'mao)τολμώ
(tol'mo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. παίρνω το θάρρος να κάνω κτ Δεν τολμάω να τον κοιτάξω.
2. ρισκάρω Το τόλμησα και τα κατάφερα.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.