τοπικός
(προωθήθηκε από τοπική)Μεταφράσεις
τοπικός
(topi'kos) αρσενικότοπική
(topi'ci) θηλυκότοπικό
local, topicalendogène, localمَحَلِيّmístnílokalörtlichlocalpaikallinenlokalanlocale局部の국소적인lokaallokallokalnylocalместныйlokalประจำท้องถิ่นyerelthuộc địa phương当地的, 本地местни本地מקומי (topi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που είναι συνδεδεμένος με κπ τόπο τα τοπικά νέα τα τοπικά προϊόντα
2. που γίνεται σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος τοπική αναισθησία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.