Τράτο - ορισμός του τράτο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%81%ce%ac%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.605.411.647
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τράτο
Μεταφράσεις
τράτο
margin
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τρανομουγκάνα
τρανός
τράνταγμα
τραντάζομαι
τραντάζω
τρανταχτή
τρανταχτό
τρανταχτός
τράπεζα
τραπεζάκι
τραπεζάκι με ρόδες
τραπεζαρία
τραπέζι
τραπέζι που σπαργανώνει
τραπεζικές χρεώσεις
τραπεζική
τραπεζικό
τραπεζικός
τραπεζικός λογαριασμός
τραπέζιο
τραπεζίτης
τραπεζογραμμάτιο
τραπεζοειδής
τραπεζοκόμος
τραπεζομάντηλο
τραπεζομάντιλο
τράπηκα
τράπουλα
τραπουλόχαρτο
τράτα
τράτο
τραυλή
τραυλίζω
τραύλισμα
τραυλισμός
τραυλό
τραυλός
τραύμα
τραυματίας
τραυματίζομαι
τραυματίζω
τραυματικός
τραυματισμένος
τραυματισμός
τραυματολογία
τραχεία
τράχηλος
τραχιά
τραχιλιά
τραχύ
τραχύς
τράχωμα
τρε-
τρεις
τρείς
τρεκλίζω
τρελά
τρέλα
τρελαίνομαι
τρελαίνω
τρελάρας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close