τρέξιμο
Μεταφράσεις
τρέξιμο
running, runعَدْوběhløbLaufcarrerajuoksucoursetrčanjecorsa走ること뛰기hardlopenløpbiegcorridaбегspringturการวิ่งkoşusự chạy跑 ('treksimo)ουσιαστικό ουδέτερο
1. το να τρέχω συναγωνίζομαι κπ στο τρέξιμο Bγήκα να κάνω λίγο τρέξιμο.
2. μεταφορικά έννοια, φασαρία 'Έχω τρεξίματατρεχάματα με την αστυνομία.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.