Τρέπομαι - ορισμός του τρέπομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%81%ce%ad%cf%80%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.983.431
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τρέπομαι
Μεταφράσεις
τρέπομαι
(
'trepome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
φεύγω τρέχοντας
prendre la fuite
Ο εχθρός τράπηκε σε φυγή.
L'ennemi a pris la fuite.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τραχύς
τράχωμα
τρε-
τρεις
τρείς
τρεκλίζω
τρελά
τρέλα
τρελαίνομαι
τρελαίνω
τρελάρας
τρέλες
τρελή
τρελό
τρελοκομείο
τρελός
τρελούτσικος
τρεμοπαίζω
τρεμούλα
τρεμουλιάζω
τρεμουλιάρης
τρεμούλιασμα
τρεμουλιαστός
τρέμουλος
τρεμοφέγγω
τρέμω
τρενάκι λούνα παρκ
τρενάρω
τρένο
τρέξιμο
τρέπομαι
τρέπομαι σε φυγή
τρέπω
τρέφομαι
τρέφω
τρέχα γύρευε
τρεχάλα
τρέχει
τρέχιμο
τρεχόμενος
τρεχούμενη
τρεχούμενο
τρεχούμενος
τρεχούμενος λογαριασμός
τρέχω
τρέχω με μεγάλη ταχύτητα
τρέχων
τρήμα
τρι-
τρία
τριάδα
τρίαθλο
τρίαινα
τριακόσια
τριακόσιοι
τριακοσιοστός
τριακοστή
τριακοστό
τριακοστός
τριάντα
τριάντα έν
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close