τρακοσιοστός
(προωθήθηκε από τρακοσιοστή)Μεταφράσεις
τρακοσιοστός
(trakosio'stos) αρσενικότρακοσιοστή
(trakosio'sti) θηλυκότρακοσιοστό
(trakosio'sto) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται στη θέση τρακόσια μιας σειράς τρακοσιοστή εικοστή μέρα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.