τραπεζικός
(προωθήθηκε από τραπεζικό)Μεταφράσεις
τραπεζικός
(trapezi'kos) αρσενικότραπεζική
(trapezi'ci) θηλυκότραπεζικό
(trapezi'ko) ουδέτεροεπίθετο
που έχει σχέση με τράπεζα τραπεζικός λογαριασμός τραπεζικός υπάλληλος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.