τριμμένος
(προωθήθηκε από τριμμένη)Μεταφράσεις
τριμμένος
(tri'menos) αρσενικότριμμένη
(tri'meni) θηλυκότριμμένο
tatty (tri'meno) ουδέτεροεπίθετο
που έχει τριφτεί τριμμένο τυρί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.