τριπλάσιος
(προωθήθηκε από τριπλάσιο)Μεταφράσεις
τριπλάσιος
(tri'plasios) αρσενικότριπλάσια
(tri'plasia) θηλυκότριπλάσιο
(tri'plasio) ουδέτεροεπίθετο
τρεις φορές πιο μεγάλος ή πιο πολύς τριπλάσιος σε βάρος τριπλός 2
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.