τρομερός
(προωθήθηκε από τρομερό)Μεταφράσεις
τρομερός
(trome'ros) αρσενικότρομερή
(trome'ri) θηλυκότρομερό
terrible, terrific, tremendous, dire, frightfulterrible, horribleمُرَوِّعhroznýfrygteligschrecklichatrozkauheagrozanterribileひどい무서운vreselijkgrusomstrasznyterrívelужасныйfruktansvärdซึ่งแย่มากkorkunçkhủng khiếp很糟的 (trome'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. που μπορεί να τρομάξει κπ τρομερός θόρυβος
2. καταπληκτικός τρομερά ρούχα
3. φοβερός, εντυπωσιακός Τι αγένεια! Τρομερό!