τροφικός
(προωθήθηκε από τροφικό)Μεταφράσεις
τροφικός
(trofi'kos) αρσενικότροφική
(trofi'ci) θηλυκότροφικό
trophiquealimentarynutriciónErnährungпитаниеvoedingnutriçãoالتغذيةхранене营养營養výživaernæringravitsemusתזונה栄養영양โภชนาการ (trofi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τροφή τροφική δηλητηρίαση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.