Τρυπώ - ορισμός του τρυπώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%81%cf%85%cf%80%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.394.118.751
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τρυπώ
Μεταφράσεις
τρυπώ
percer
,
trouer
τρυπώ
drill
,
prick
τρυπώ
يَثْقُبُ
τρυπώ
vrtat
τρυπώ
bore
τρυπώ
bohren
τρυπώ
taladrar
τρυπώ
porata
τρυπώ
bušiti
τρυπώ
trapanare
τρυπώ
穴をあける
τρυπώ
...에 구멍을 뚫다
τρυπώ
boren
τρυπώ
drille
τρυπώ
wywiercać
τρυπώ
furar
τρυπώ
сверлить
τρυπώ
borra
τρυπώ
เจาะ
τρυπώ
delmek
τρυπώ
khoan
τρυπώ
钻
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τροχαλία
τροχιά
τροχία
τροχίζω
τροχίλια
τροχοδρομώ
τροχοί
τροχονόμος
τροχοπέδη
τροχοπέδιλα
τροχοπεδώ
τροχός
τροχόσπιτο
τροχοφόρο
τρύγημα
Τρυγητής
τρυγόνι
τρύγος
τρύπα
τρυπάνι
τρυπάω
τρύπημα
τρυπητή
τρυπητό
τρυπητός
τρύπια
τρύπιο
τρύπιος
τρυποφράχτης
τρυπτοφάνη
τρυπώ
τρύπωμα
τρυπώντας
τρυπώνω
τρυφερά
τρυφεράδα
τρυφερή
τρυφερό
τρυφερός
τρυφερότητα
τρυφηλός
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρώγομαι
τρώγοντας
τρώγω
τρωκτικό
Τρώτε κρέας;
τρωτή
τρωτό
τρωτός
τρώω
τσαγιέρα
τσαγιερό
τσαγκαράδικο
τσαγκάρης
τσάι
τσάϊ
τσάι από βότανα
τσακάλι
τσακίζομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close