Τρωτή - ορισμός του τρωτή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%81%cf%89%cf%84%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.937.674.821
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τρωτός
(προωθήθηκε από
τρωτή
)
Μεταφράσεις
τρωτός
(
tro'tos
)
αρσενικό
τρωτή
(
tro'ti
)
θηλυκό
τρωτό
(
tro'to
)
ουδέτερο
επίθετο
ευάλωτος, που μπορεί να πληγωθεί
vulnérable
αδύνατο σημείο
un point vulnérable
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τρύπα
τρυπάνι
τρυπάω
τρύπημα
τρυπητή
τρυπητό
τρυπητός
τρύπια
τρύπιο
τρύπιος
τρυποφράχτης
τρυπτοφάνη
τρυπώ
τρύπωμα
τρυπώντας
τρυπώνω
τρυφερά
τρυφεράδα
τρυφερή
τρυφερό
τρυφερός
τρυφερότητα
τρυφηλός
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρώγομαι
τρώγοντας
τρώγω
τρωκτικό
Τρώτε κρέας;
τρωτή
τρωτό
τρωτός
τρώω
τσαγιέρα
τσαγιερό
τσαγκαράδικο
τσαγκάρης
τσάι
τσάϊ
τσάι από βότανα
τσακάλι
τσακίζομαι
τσακίζω
τσάκιση
τσάκισμα
τσακμάκι
τσακωμός
τσακώνομαι
τσακώνω
τσαλαβουτάω
τσαλαβουτώ
τσαλάκα
τσαλακωμένη
τσαλακωμένο
τσαλακωμένος
τσαλακώνω
τσαλαπατάω
τσαλαπατώ
τσαλαπετεινός
τσαμόρο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close