τρώω
Μεταφράσεις
τρώω
jístspiseesseneat, bite, waste, bug, ingestsöömasyödämangereszikmangiareederevalgytiēstetenjeść, zjeśćестьcomerيَأْكُلُjesti食べる(...을) 먹다spisecomerätaรับประทานyemekăn吃 ('troo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. παίρνω το γεύμα μου Tρώει πάντα μόνος.
2. μεταφορικά καταναλώνω Το πλυντήριο τρώει πολύ ρεύμα.
3. μεταφορικά ξοδεύω τρώω τα λεφτά μου
4. μεταφορικά απαιτώ Αυτή η δουλειά μού τρώει πολύ χρόνο.