τσίγκινος
(προωθήθηκε από τσίγκινο)Μεταφράσεις
τσίγκινος
('tsinɟinos) αρσενικότσίγκινη
('tsinɟini) θηλυκότσίγκινο
('tsinɟino) ουδέτεροεπίθετο
που είναι από τσίγκο τσίγκινο ποτιστήρι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.