Τσαγιέρα - ορισμός του τσαγιέρα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%83%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%ad%cf%81%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.589.423.814
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τσαγιέρα
Μεταφράσεις
τσαγιέρα
(
tsa'ʝera
)
ουσιαστικό
θηλυκό
το σκεύος για το τσάι
théière
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τρυπητή
τρυπητό
τρυπητός
τρύπια
τρύπιο
τρύπιος
τρυποφράχτης
τρυπτοφάνη
τρυπώ
τρύπωμα
τρυπώντας
τρυπώνω
τρυφερά
τρυφεράδα
τρυφερή
τρυφερό
τρυφερός
τρυφερότητα
τρυφηλός
τρώγλη
τρωγλοδύτης
τρώγομαι
τρώγοντας
τρώγω
τρωκτικό
Τρώτε κρέας;
τρωτή
τρωτό
τρωτός
τρώω
τσαγιέρα
τσαγιερό
τσαγκαράδικο
τσαγκάρης
τσάι
τσάϊ
τσάι από βότανα
τσακάλι
τσακίζομαι
τσακίζω
τσάκιση
τσάκισμα
τσακμάκι
τσακωμός
τσακώνομαι
τσακώνω
τσαλαβουτάω
τσαλαβουτώ
τσαλάκα
τσαλακωμένη
τσαλακωμένο
τσαλακωμένος
τσαλακώνω
τσαλαπατάω
τσαλαπατώ
τσαλαπετεινός
τσαμόρο
τσάμπα
τσαμπί
Τσαντ
τσάντα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close