τσιγγάνικος
(προωθήθηκε από τσιγγάνικο)Μεταφράσεις
τσιγγάνικος
(tsi'ŋganikos) αρσενικότσιγγάνικη
(tsi'ŋganici) θηλυκότσιγγάνικο
(tsi'ŋganiko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τσιγγάνους τσιγγάνικος χορός τσιγγάνικη μουσική
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.