τυπογραφικός
(προωθήθηκε από τυπογραφικό)Μεταφράσεις
τυπογραφικός
(tipoɣrafi'kos) αρσενικότυπογραφική
(tipoɣrafi'ci) θηλυκότυπογραφικό
typographique (tipoɣrafi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με τυπογραφείο τυπογραφικό μουσείο τυπογραφικό μελάνι
2. που έχει σχέση με τυπογραφημένο κείμενο τυπογραφικό λάθος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.