τυπογραφικός
Μεταφράσεις
τυπογραφικός
(tipoɣrafi'kos) αρσενικότυπογραφική
(tipoɣrafi'ci) θηλυκότυπογραφικό
typographique (tipoɣrafi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με τυπογραφείο τυπογραφικό μουσείο τυπογραφικό μελάνι
2. που έχει σχέση με τυπογραφημένο κείμενο τυπογραφικό λάθος