τυποποιημένος
(προωθήθηκε από τυποποιημένη)Μεταφράσεις
τυποποιημένος
(tipopii'menos) αρσενικότυποποιημένη
(tipopii'meni) θηλυκότυποποιημένο
standardizedconditionné, standardisé (tipopii'meno) ουδέτεροεπίθετο
με καθορισμένες προδιαγραφές τυποποιημένα προϊόντα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.