τυχερός
(προωθήθηκε από τυχερή)Μεταφράσεις
τυχερός
(tiçe'ros) αρσενικότυχερή
(tiçe'ri) θηλυκότυχερό
lucky, fortunatechanceuxسَعِيدُ الـحَظّ, مَحْظُوظٌšťastnýheldigGlück haben, Glücks-afortunadoonnekassretanfortunato幸運な, 運のよい운 좋은, 운이 좋은fortuinlijk, gelukkigheldigszczęśliwyfelizardo, sortudoудачливый, удачныйlyckosam, som har turโชคดีşanslımay mắn幸运的מזל (tiçe'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει τύχη Κέρδισε γιατί είναι τυχερός!
2. που φέρνει τύχη τυχερός αριθμός
3. που βασίζεται στην τύχη τα τυχερά παιχνίδια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.