Τύψη - ορισμός του τύψη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%8d%cf%88%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.620.129
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τύψη
Μεταφράσεις
τύψη
pang
,
qualm
,
twinge
,
compunction
,
remorse
remordimiento
Reue
rimorso
remords
wroeging
remorso
悔恨
悔恨
anger
חרטה
反省
양심의 가책
ånger
(
'tipsi
)
ουσιαστικό
θηλυκό
ενοχή
remord
αρσενικό
έχω τύψεις
avoir des remords
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τυρόπιτα
τυροποιώ
τυροσίνη
τύρφη
τυρφώδης
τυφικός
τυφλά
τυφλή
τυφλό
τυφλοπόντικας
τυφλός
τυφλώνω
τύφλωση
τύφος
τυφώνας
τυχαία
τυχαίνει
τυχαίνω
τυχαίο
τυχαίος
τυχαίως
τυχερή
τυχερό
τυχερός
τύχη
τύχηcaccidental
τυχοδιώκτης
τυχοδιώκτρια
τυχόν
τύψεις
τύψη
Τωβίας
των
τωόντι
τώρα
τώρα που
τωρινή
τωρινό
τωρινός
υ
ύαινα
υάκινθος
υαλοκαθαριστήρας
υαλοποιώ
υαλοτεχνικός
υαλώδης
ύβος
υβριδικός
υβρίδιο
ύβρις
υβριστικός
υγειά
υγεία
Υγεία και ομορφιά
υγιεινά
υγιεινή
υγιεινό
υγιεινός
υγιενός
υγιές
υγιής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close