Υ - ορισμός του υ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%85
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.740.098
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
υ
(προωθήθηκε από
υ
)
Μεταφράσεις
υ
modem
(
i v
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
ύπσιλον, το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
upsilon
αρσενικό
la vingtième lettre de l'alphabet grec
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τυφλοπόντικας
τυφλός
τυφλώνω
τύφλωση
τύφος
τυφώνας
τυχαία
τυχαίνει
τυχαίνω
τυχαίο
τυχαίος
τυχαίως
τυχερή
τυχερό
τυχερός
τύχη
τύχηcaccidental
τυχοδιώκτης
τυχοδιώκτρια
τυχόν
τύψεις
τύψη
Τωβίας
των
τωόντι
τώρα
τώρα που
τωρινή
τωρινό
τωρινός
υ
ύαινα
υάκινθος
υαλοκαθαριστήρας
υαλοποιώ
υαλοτεχνικός
υαλώδης
ύβος
υβριδικός
υβρίδιο
ύβρις
υβριστικός
υγειά
υγεία
Υγεία και ομορφιά
υγιεινά
υγιεινή
υγιεινό
υγιεινός
υγιενός
υγιές
υγιής
Υγκντράσιλ
υγραέριο
υγραίνω
ύγρανση
υγρασία
υγρή
υγρό
Υγρό καθαρισμού για φακούς επαφής
υγρό πιάτων
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close