υγρός
(προωθήθηκε από υγρή)Μεταφράσεις
υγρός
(i'ɣros) αρσενικόυγρή
(i'ɣri) θηλυκόυγρό
wet, damp, humid, moist, liquid, wateryhúmedo, líquidohumide, moite, liquidemokry, wilgotnyжидкий, мокрый, влажный, сыройرَطْبٌ, مُبَلّلُ, نَدِيّvlhkýfugtigfeucht, schwülkosteavlažanumido湿った, 湿気のある습기 찬, 축축한vochtigfuktighúmido, úmidofuktigชื้นıslak, nemliẩm ướt潮湿的 (i'ɣro) ουδέτεροεπίθετο
1. για σώμα που δεν είναι στερεό ή αέριο υγρή σύσταση
2. που δεν είναι ξηρός υγρό κλίμα
3. που έχει απορροφήσει υγρασία υγρά σεντόνια