Υγρό - ορισμός του υγρό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%85%ce%b3%cf%81%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.942.661.081
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
υγρό
Μεταφράσεις
υγρό
течност
liquid
,
fluid
liquide
液体
vloeistof
płyn
жидкость
سَائِلٌ
tekutina
væske
Flüssigkeit
líquido
neste
tekućina
liquido
액체
væske
líquido
vätska
ของเหลว
sıvı
chất lỏng
液体
ουσιαστικό
ουδέτερο
υγρό σώμα
liquide
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τωρινό
τωρινός
υ
ύαινα
υάκινθος
υαλοκαθαριστήρας
υαλοποιώ
υαλοτεχνικός
υαλώδης
ύβος
υβριδικός
υβρίδιο
ύβρις
υβριστικός
υγειά
υγεία
Υγεία και ομορφιά
υγιεινά
υγιεινή
υγιεινό
υγιεινός
υγιενός
υγιές
υγιής
Υγκντράσιλ
υγραέριο
υγραίνω
ύγρανση
υγρασία
υγρή
υγρό
Υγρό καθαρισμού για φακούς επαφής
υγρό πιάτων
υγρομετρία
υγρομετρικός
υγρόν πυρ
υγροποιώ
υγρός
υγροσκοπικός
υδατάνθρακας
υδατική
υδατικό
υδατικός
υδατινός
υδατοάνθρακας
υδατοσφαίριση
Ύδρα
υδραβλικά
υδραγωγείο
υδράργυρος
υδρατμός
υδραυλική
υδραυλικό
υδραυλικός
ύδρευση
υδρο-
υδρόβια
υδρόβια πουλιά
υδρόβιο
υδρόβιος
υδρόγειος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close