υδραυλικός
(προωθήθηκε από υδραυλικό)Μεταφράσεις
υδραυλικός
(iðravli'kos) αρσενικόυδραυλική
(iðravli'ci) θηλυκόυδραυλικό
(iðravli'ko) ουδέτεροεπίθετο
που έχει σχέση με τη χρήση νερού υδραυλική εγκατάσταση
εύχρηστο στην οδήγηση τιμόνι
εύχρηστο στην οδήγηση τιμόνι
υδραυλικός
plumberhydraulique, plombierسَبَّاكinstalatérblikkenslagerKlempnerfontanero, plomeroputkiasentajavodoinstalateridraulico配管工배관공loodgieterrørleggerhydraulikcanalizador, encanadorводопроводчикrörmokareช่างประปาtesisatçıthợ ống nước管道工שרברבводопроводчикουσιαστικό αρσενικό
επαγγελματίας των υδραυλικών εγκαταστάσεων