υπάγομαι
Μεταφράσεις
υπάγομαι
(i'paɣome)ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα)
1. ανήκω, είμαι μέρος κοινότητα που υπάγεται σε κπ επαρχία
2. αποτελώ μέρος των ευθυνών κάποιου Αυτή η υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.