υπέρμαχος
(προωθήθηκε από υπέρμαχο)Μεταφράσεις
υπέρμαχος
(i'permaxos) αρσενικόυπέρμαχος
(i'permaxos) θηλυκόυπέρμαχο
defender, herodéfenseurcampeónChampionчемпионcampeãoبطلmistrzШампион冠军冠軍Championאלוףチャンピオン챔피언 (i'permaxo) ουδέτεροεπίθετο
που υπερασπίζεται κτ ή κπ Είναι υπέρμαχος της ελευθερίας. Είναι υπέρμαχος της θανατικής ποινής.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.